λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… … Dictionary of Greek
έμηξ — ο «έμηξ ο ακανθώδης», φυτό τής οικογένειας πολυγονίδες, λάπαθο … Dictionary of Greek
κόπανο — (I) το (ΑM κόπανον) το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι νεοελλ. 1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα τής πλύσης, ο κόπανος 2. λαϊκή ονομασία τού φυτού λάπαθο το πολύχρωμο μσν. φρ. «κοπάνου γυμνότερος» εντελώς… … Dictionary of Greek
λάπατο — Οικισμός (26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπυλίων. * * * το βλ. λάπαθο … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek
ξινήθρα — Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη… … Dictionary of Greek
οξαλίδα — και οξαλίς, η (Α ὀξαλίς) το πολυετές ποώδες φυτό λάπαθο νεοελλ. βοτ. γένος φυτών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας γερανιώδη, τού οποίου τρία είδη απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες ξινήθρες και μοσχόφυλλα αρχ … Dictionary of Greek
οξαλικός — ή, ό φρ. α) «οξαλικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων δικαρβονικών οξέων, που είναι γνωστό και με τη συστηματική ονομασία αιθανοδιοϊκό οξύ β) «οξαλική διάθεση» ιατρ. ιδιοσυστασιακή κατάσταση τού… … Dictionary of Greek
οξηλίς — ὀξηλίς, ἡ (Μ) το φυτό λάπαθο, η οξαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος + επίθημα ηλίς (πρβλ. πετ ηλίς)] … Dictionary of Greek
πετρολάπαθον — τὸ, Α το λάπαθο που φυτρώνει πάνω σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + λάπαθον] … Dictionary of Greek