λάπαθο

λάπαθο
και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον)
κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών τού φυτού ρούμεξ
αρχ.
όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό τού τ. ως «βοτάνης κενωτικής», η λ. πιθ. να συνδέεται με τους τ. λαπάσσω, λαπαρός. Η κατάλ. -θον είναι δηλωτική φυτών που πιθ. είναι δάνειες λέξεις (πρβλ. ἄνη-θον). Ο τ. λάπατο πιθ. μέσω τού ισπ. lapato < λατ. lapathum < λάπαθον. Οι τ. λάπαθος και λαπάθη είναι μεταπλασμένοι κατά το γένος τύποι τού λάπαθον. Η κατάλ. -θος ως αρχική εμφανίζεται και σε άλλες ονομασίες φυτών (πρβλ. ασπάλα-θος, λέκι-θος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… …   Dictionary of Greek

  • έμηξ — ο «έμηξ ο ακανθώδης», φυτό τής οικογένειας πολυγονίδες, λάπαθο …   Dictionary of Greek

  • κόπανο — (I) το (ΑM κόπανον) το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι νεοελλ. 1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα τής πλύσης, ο κόπανος 2. λαϊκή ονομασία τού φυτού λάπαθο το πολύχρωμο μσν. φρ. «κοπάνου γυμνότερος» εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • λάπατο — Οικισμός (26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπυλίων. * * * το βλ. λάπαθο …   Dictionary of Greek

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • ξινήθρα — Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη… …   Dictionary of Greek

  • οξαλίδα — και οξαλίς, η (Α ὀξαλίς) το πολυετές ποώδες φυτό λάπαθο νεοελλ. βοτ. γένος φυτών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας γερανιώδη, τού οποίου τρία είδη απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες ξινήθρες και μοσχόφυλλα αρχ …   Dictionary of Greek

  • οξαλικός — ή, ό φρ. α) «οξαλικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων δικαρβονικών οξέων, που είναι γνωστό και με τη συστηματική ονομασία αιθανοδιοϊκό οξύ β) «οξαλική διάθεση» ιατρ. ιδιοσυστασιακή κατάσταση τού… …   Dictionary of Greek

  • οξηλίς — ὀξηλίς, ἡ (Μ) το φυτό λάπαθο, η οξαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος + επίθημα ηλίς (πρβλ. πετ ηλίς)] …   Dictionary of Greek

  • πετρολάπαθον — τὸ, Α το λάπαθο που φυτρώνει πάνω σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + λάπαθον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”